Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

ΠΙΚΡΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗ 14η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974

ΠΙΚΡΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗ 14Η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974

Ήρθε πάλι αυτή η καταραμενη μέρα. Για να μας φέρει στο μυαλό και να μας θυμισει όλα όσα ζησαμε εκείνο το απόγευμα πριν 43 χρόνια, που φυγαμε κυνηγημενοι οπως τα σκυλιά από την αγαπημένη μας Λύση.

Από το πρωί ακουγουνταν και φαινονταν τα σημαδια της επικειμενης καταστροφης. Στον μακρινό οριζοντα ακούαμε υποκωφες κανονιες που δεν είχαμε ξανακουσει ποτέ στη ζωή μας πάρα μόνον στο σινεμα. Και εμείς οι μικροί ακούγοντας τον ηχο του πόλεμου νομιζαμε ότι νικουσαμε. Νομιζαμε ότι ο στρατός μας είχε βαλει στο κατοπι τους Τούρκους και οι κανονιες που ακουαμε ήταν από την επιθεση μας. Και ακουγοντουσαν όλο και πιο κοντά οι κανονιες…

Στους δρόμους και στα σοκακια φανηκαν τα πρώτα αυτοκίνητα και φορτηγά φορτωμένα με πρόσφυγες… «Πρόσφυγας»… Τι περίεργη λέξη… Τι να σημαίνει άραγε? Αλλοίμονο.. Θα το μαθαιναμε το ίδιο κιόλας απόγευμα με τον πιο σκληρο τρόπο.

Οι γυναίκες είχαν αναλαβει να ανακουφίσουν και να φιλοξενήσουν τους πρόσφυγες που έρχονταν συνέχεια στο χωριό. Ήδη οι μανα μου και  θειες μου είχαν στρωσει ένα τραπέζι μακρύ , από αυτά που χρησιμοποιούσαν στους γαμους, με ένα σωρό εδέσματα για τους πρόσφυγες που μόλις είχαν ερθει από την Κυθρεα, με ένα παλιο φορτηγο Μπεντφορτ. Χαλούμια, ψωμια , πολιπιφ, ντοματες και καρπουζια ήταν όλα απλωμενα πάνω στο τραπέζι.

Κανένας δεν πρόλαβε να βαλει μπουκια στο στόμα του. Η ανατριχιαστική κραυγη που ακουστηκε στο βάθος «ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ», μας ξεσηκωσε όλους. Όλοι μαζί, μεγαλοι και μικροί γιναμε ένα ποτάμι που ετρεχε στο δρόμο χωρίς να ξέρει που να πάει.


«Στα λεωφορια», ακουστηκαν πολλοί να λένε. Μπηκαμε οπως τις σαρδελλες μέσα σε ένα λεωφορείο. Ίσως να είμαστε και 200 άτομα στριμωγμενοι μέσα. Στα γονατα μου κρατουσα την μικρή μου ξαδελφη Γιολα Πογιατζιη ( Τσιάντρου). Δίπλα μου καθοταν η μανα μου.

Το λεωφορειο ξεκινησε αργά άλλα σταθερα και κινηθηκε προς την εξοδο του χωριού. Καθώς στο βάθος φαίνονταν μόνο τα τελευταία σπίτι της Λύσης , η μανα μου γύρισε το κεφάλι της και αγνάντεψε. «Αντιο Λύση, ομορφο μου χωριό. Δεν θα σε ξαναδω», ψιθύρισε, και τα δάκρυα άρχισαν να κυλουν από τα μάτια της. Πόσο προφητικά ήταν τα λόγια της . Πεθανε στην προσφυγιά το 2012 ένα ακριβώς χρόνο πριν να ανοιξουν τα οδοφράγματα.


«Στις Βάσεις, στις Βασεις», φώναξαν κάποιοι με αγωνία προς τον οδηγο. Ναι , να πάμε στις Βάσεις .. Φθασαμε στο Δασακι της Αχνας και αναπνευσαμε με ανακουφηση. Οι Εγγλεζοι θα μας προστατευαν, και δεν θα αφηναν  τους Τούρκους να μας βλαψουν .
Νυκτωσε. Κοιμηθηκα πάνω στη μαξιλαρα του λεωφωριου. Κάθε μισή ώρα ξυπνουσα, ήταν στενη η μαξιλαρα και τα πόδια μου κρέμονταν κάτω. Επιτέλους ξημέρωσε. Ήμουν πιασμενος παντού. Η μέρα πέρασε ανήσυχα. Το βράδυ αρνήθηκα να ξανακοιμηθώ πάνω στη μαξιλαρα του λεωφορείου. Κοιμήθηκα κάτω στο χώμα με προσκέφαλο μια πέτρα. Το άλλο βράδυ το ίδιο.

Την επόμενη μέρα κάποιος που είχε μπακαλικο επέστρεψε στο χωριό και γέμισε το αυτοκίνητο του, ένα Morris Minor, με προμηθειες. Αγορασαμε πολιπιφ, γαλα Βλαχας και ψωμι και φάγαμε.

«Ο πόλεμος τελειωσε», μας είπαν. Ήρθε  ο πατερας μου και οι θειοι μου από τον πόλεμο. Ο πατερας μου σκεπασε την κασια του φορτηγου του με το μουσαμα, και μπορεσαμε να κοιμηθουμε όλοι εκεί. Τρεις οικογενιες μέσα στην κασα ενός φορτηγου, για σπίτι.

Μείναμε στο Δασακι της Αχνας 2 μήνες, και μετά ήρθαμε στη Λεμεσό, όπου μπορούσε να βρει δουλειά  ο πατερας μου με το φορτηγο του, στο λιμανι..


Φέτος ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που πραγματικά ελπιζα ότι θα επιστρεφαμε πίσω στη Λύση. Δυσυχως χάθηκε και αυτή η ελπίδα.  Βλέπω μπροστά μου το θλιμμένο προσωπο της μανας μου και  ερχονται στα αυτιά μου τα λόγια που είπε εκείνο το απόγευμα: «Αντιο Λύση, ομορφο μου χωριό. Δεν θα σε ξαναδω»