Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

«ΦΕΣΤΙΒΑΛ» ΣΤΗ ΛΥΣΗ

Πήγαμε τις προάλλες ξανά στο χωριό. Ο αγαπητός φίλος μας Κεμάλ, τηλεφώνησε και μας είπε ότι «έβαλε το οφτόν στον φούρνο» και ότι « πρέπει οπωσδήποτε να πάμε». Αφορμή βοηθά με. Ζαττίν θέλουμε και επέτειο για να πάμε;  Άψε σβήσε βρεθήκαμε στη Λύση.

Οι Τ/Κ είχαν φεστιβάλ. Πανηγύρι. «Φεστιβάλ Εργασίας – Emek Festivali» το ονόμαζαν. Περιτριγυρίσαμε στο χώρο του φεστιβάλ. Διάφοροι παναυρκώτες άπλωναν την πραμάτεια τους πάνω σε πολύχρωμους πάγκους. Στην σκηνή ένα παραδοσιακό χορευτικό συγκρότημα, ντυμένοι με παραδοσιακές στολές , χόρευε παραδοσιακούς χορούς. Από τα μεγάφωνα παίζει την «Τυλληρκώτησσα».

Ένας πάγκος τραβά την προσοχή μου. Πουλούν «τερτζιελλούθκια με το έψημα». Αμέσως έρχεται στο μυαλό μου η στετέ μου η Ροδού. Μαγείρευε και αυτή τερτζιελλούθκια. Και ήταν τα πιο νόστιμα τερτζιελλούθκια,  φυσικά. Η μάνα μου δεν τα έφτιαχνε. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως να τα θεωρούσε «πολλά χωρκάτικο φαί». Εψηλοπιάνετουν κάπως η μάνα μου. Δεν ήθελε να λέμε το «τζιε» . Προσπαθούσε να μας επιβάλει να το  λέμε «και». Νομίζω έκαμνε τζιε η στετέ μου η Κάλλα, τερτζιελούθκια. Έπιασα ένα τάπερ γεμάτο ως πάνω.

Πιο ‘κει σε ένα άλλο πάγκο πουλούσαν χαλούμια. «Έλα γιε μου να φάεις χαλούμι Λυσιώτικο» φωνάζει μου η Τουρκάλα…. «Χμμμ….Λυσιώτικο χαλούμι μόνον οι Λυσιώτες έκαμναν της λέω…» Πάλι ήρθε στο μυαλό μου η στετέ Ροδού. Έξω στην αυλή , κάτω από το υπόστεγο της 2-3 καζάνια να βράζουν το γάλα. Μαζί και η μάνα μου και άλλες θειες μου να βάζουν τα χαλούμια στο ταλάρι. Εγώ και ο αδελφός μου, να τρέχουν τα σάλια μας, και να προσπαθούμε να κλέψουμε κανένα κομμάτι ζεστό, ανάλατο χαλούμι. Μας έβλεπε η Ροδού και μας έδιωχνε. Ευτυχώς η μάνα μου έκοβε κρυφά 2-3 κομματάκια και μας έδινε. Είχε μια απίστευτη γεύση εκείνο το χαλούμι. Όμοια της δεν ξαναβρήκα πουθενά.
Αγόρασα ένα βάζο με τα «ψευδοχαλλούμια» .








Επί τη ευκαιρία του Φεστιβάλ, οι Τ/κ εγκαινίασαν και το «Σπίτι του Πολιτισμού». Ήταν το σπίτι του Παπά-Ζενιέρη, και ήταν ακατοίκητο για πολλά χρόνια, εγκαταλειμμένο. Ο «Δήμος Λύσης» το ανακαίνισε , το μπογιάτισαν, και έβαλαν μέσα διαφορά παραδοσιακά έπιπλα και εργαλεία και το ονόμασαν «Σπίτι του Πολιτισμού».

Ο «Δήμαρχος» τους, κος Αχμέτ Λατίφ, ήταν πολύ χαρούμενος. «Το έσωσα από την κατάρρευση» μας είπε νοιώθοντας ικανοποιημένος. Αμέσως στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα του προηγούμενου «δημάρχου» τους, όταν πήγαμε στη Λύση για πρώτη φορά στις 23/4/2003, την πρώτη μέρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα.  Ήταν   μέσα στην εκκλησία και μας μιλούσε. Με είδε που έβλεπα με λύπη ένα απαίσιο πράσινο χρώμα που είχαν μπογιατίσει το κάτω μέρος του τοίχου  και μου είπε απολογητικά: «Εγώ τα μπογιάτισα αυτά. Είχε πολλή υγρασία εδώ μέσα και αν δεν την μπογιάτιζα ήταν να ππέσει». Δεν ξέρω αν περίμενε να του πω και «ευχαριστώ». Γύρισα και βγήκα έξω για να μην βλέπω την κατάντια της πιο όμορφης εκκλησίας της Κύπρου…

Ο Κεμάλ με έβγαλε από τις σκέψεις μου και τις αναμνήσεις μου: « Χάτε, ελατέ να πάμε σπίτι. Το οφτόν είναι έτοιμο, πάνω στο τραπέζι. Ελατέ να φάμε.»


Πήγαμε ακόμα ένα γύρω στο χωριό, στα τόσο γνώριμα άλλα και τόσο μακρινά πλέον,  δρομάκια της Λύσης, και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για τη Λεμεσό.