ΠΙΚΡΕΣ
ΜΝΗΜΕΣ 14ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Κάθε χρόνο 14 Αυγούστου, με διακατέχουν τα ίδια συναισθήματα… Ένα μαράζι, ένα μούδιασμα,
μια λύπη… Ούτε να φάω έχω όρεξη , ούτε να πιω… Πικρά συναισθήματα και θύμησες
με πλημυρίζουν… Τα ματιά μου υγραίνονται και το μυαλό μου επιστρέφει πίσω στο
χρόνο … Μια άλλη 14η Αυγούστου, το 1974 . Την αποφράδα μέρα που εγκαταλείψαμε
το χωριό μας κυνηγημένοι όπως τα ζώα….
Πρωί πρωί πήγαμε με τη μανά μου και τα αδέλφια μου
να μείνουμε όλοι μαζί , και με τις θειες μου, στο σπίτι της γιαγιά μου της
Κάλλας. Εφόσον θα είμαστε όλοι μαζί , αισθανόμαστε
ασφαλείς. Και θα είχαμε και τη προστασία ενός από τους ελάχιστους άνδρες που δεν
πήγαν στο πόλεμο λόγω ηλικίας , του παππού μου του Βασίλη Ντάκκα. Όσο περνούσε η ώρα όμως , τα σημάδια ήταν αποκαρδιωτικά.
Αρχικά ήταν ο μακρινός ήχος από τις βολές του πυροβολικού.
Που όσο περνούσε η ώρα ακουγόταν και πιο κοντά. Για μας , τα παιδιά , ήταν κάτι
που μας κινούσε τη περιέργεια και μπορώ να πω, μας ενθουσίαζε! Οι δυνάμεις μας μάχονται ενάντια στον εχθρό
και οπού να’ναι θα τους ρίξουν στη θάλασσα! Και εμείς ακούαμε το πυροβολικό που
τους κυνηγούσε!! Γιατί όμως οι μεγάλοι ήταν σκυθρωποί? Αφού το ράδιο λέει ότι
τα αεροπλάνα από την Μητέρα Πατρίδα θα έρθουν οπού να’ναι για να μας βοηθήσουν.
Άραγε αυτά τα αεροπλάνα που διασχίζουν τον ουρανό τι να’ναι ? Ελληνικά η
Τουρκικά? Είναι παρά πολύ ψηλά για να ξεχωρίσουμε . Το καφέ ραδιοφωνακι, που
μου έδωσε ο θειος Παμπος πριν να πάει στο πόλεμο, δεν ξεκολλά από το αυτί μου. Λέει
ότι οι δυνάμεις μας αναδιπλώνονται ομαλά. Και ότι αν έρθουν πρόσφυγες στη
περιοχή μας , να τους βοηθήσουμε και να τους ταΐσουμε. «Πρόσφυγες»? τι είναι
«πρόσφυγες»? – Μάμα τι σημαίνει «πρόσφυγας»? Αλλοίμονο!!! Θα μάθαινα τι σημαίνει
πρόσφυγας ακριβώς την ίδια μέρα…
Ο ενθουσιασμός ότι θα ρίξουμε τον εχθρό στη θάλασσα
και η λαχτάρα να δω Ελληνικά αεροπλάνα στον ουρανό, αντικαταστάθηκαν από το φόβο…
Τα γόνατα μου έτρεμαν και κάθε 5 λεπτά πήγαινα στη τουαλέτα. Προσπάθησα να ρωτήσω
τη μανά μου περισσότερες λεπτομέρειες αλλά αυτή ήταν απασχολημένη . Μαζί με τις
θειες μου έστρωσαν δυο μακρυνάρια τραπεζια και έβαλαν πάνω ότι φαγώσιμο είχαν
για να φάνε οι «πρόσφυγες». Χαλούμια, ψωμιά , πολιπιφ, ντομάτες, λαχανικά,
παστά. –« Φώναξε τους «πρόσφυγες» να φανέ» , μου είπε η μανά μου. Με το που βγαίνω από το σπίτι της γιαγιάς μου
στο δρόμο , ακούω μια βοή και ποδοβολητό. Γυρίζω το βλέμμα δεξιά και βλέπω μια λαοθάλασσα
να έρχεται προς το μέρος μου. Όλοι με μια φωνή , φωνάζουν: «Έρχονται οι Τούρκοι»!!!
Επιστρέφω αμέσως μέσα στο σπίτι ψάχνοντας
για τη μανά μου. –«Μανά πρέπει να φύγουμε . Έρχονται οι Τούρκοι». Πως θα φύγουμε, αναρωτούμε? Αφού οι άνδρες
είναι στο πόλεμο και πήραν και τα αυτοκίνητα τους. Αα, θυμήθηκα! Πρέπει να πάμε στο θειο μου το Καλλη. Έχει λεωφορείο.
Αυτός θα μας πάρει. Βγήκαμε τρεχάτοι
όλοι από το σπίτι. Πριν να βγούμε έσβησα το διακόπτη του ηλεκτρικού. Έτσι έλεγε
το ράδιο που είχα κολλημένο στο αυτί μου. «Αν αναγκαστείτε να εγκαταλείψετε τις
οικίες σας, σβήστε όλες τις οικιακές συσκευές και διακόψετε τη παροχή νερού και
ηλεκτρισμού αμέσως» . Κοίταξα για τελευταία φορά την αυλή της γιαγιάς μου και είδα
τα απλωμένα τραπέζια με τα φαγώσιμα. Δεν μπορούσα να πάρω τίποτα καθώς με τραβούσαν
να τους ακολουθησω σε μια λαοθάλασσα που χάνει η μανά το παιδί και το παιδί τη
μανά. Τίποτα δεν πήραμε μαζί μας. Ούτε φαί, ούτε νερό, ούτε ρούχα, ούτε λεφτά, ούτε
κοσμήματα. Έμειναν όλα πίσω καθώς τρέχαμε για να σώσουμε τη ζωή μας.
Μπροστά μας ένα λεωφορείο βάζει όπισθεν και ξεπαρκάρει. Είναι το λεωφορείο του Γιωρκη του Ξυστουρη. «Σωθήκαμε»,
σκέφτομαι. Κρατώ από το χέρι τη τρίχρονη μου ξαδέλφη και μπαίνουμε σκουντώντας
ο ένας τον άλλο, μέσα στο λεωφορείο.
Πίσω μου η μανά μου. Κάθομαι σε μια μαξιλάρα βάζω τη ξαδέλφη μου πάνω στα γόνατα
μου. Διπλά μου κάθεται η μανά μου. Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω σιγά σιγά όλη την
οικογένεια μου. Τον αδελφό μου , την αδελφή μου , τις θειες μου, τον πάππου μου
το Βασίλη. Άραγε ο παππούς μου ο Σάββας και η γιαγιά μου η Ροδου, τα κατάφεραν?
Βρήκαν τρόπο να φύγουν? Η θα παγιδευτούν στο χωριό και θα τους σκοτώσουν οι Τούρκοι?
Σιγά σιγά το λεωφορείο γεμίζει όσο δεν χωρεί
άλλο. Σαν τις σαρδέλες. Νομίζω πρέπει να μπήκαμε 200 άτομα μέσα σε κεινο το λεωφορείο.
Άντε οδηγέ. Ξεκινά. Πάρε μας μακριά από τους
Τούρκους . Σε ασφάλεια. «Μάμα που θα
πάμε»? «Στις βάσεις . Είναι ασφαλισμένα
εκεί . Θα μας προστατευσουν οι Εγγλεζοι. Είναι πιο δυνατοί , από τους Τούρκους , και δεν θα τους αφήσουν να
μας κάνουν κακό». Το λεωφορείο αγκομαχώντας
προχώρα μέσα από τα δρομάκια προς την έξοδο του χωρίου. Απομακρυνόμαστε από το χωριό.
Στο βάθος φαίνονται τα τελευταία σπίτια .
Η μανά μου γυρίζει και ατενίζοντας το από μακριά , λέγει με αναστεναγμό: « Έχε
γεια αγαπημένο μου χωριό. Δεν θα σε ξαναδούμε». Τα ματιά της είναι υγρά από τη συγκίνηση.
Ποσό προφητικά ήταν τα λόγια της. Πέθανε
στη προσφυγιά το 2002, 10 μήνες πριν να ανοίξουν
τα οδοφράγματα. Ήταν πραγματικά η τελευταία φορά που αντίκριζε το χωριό μας.
Το λεωφορείο προχώρα. Ούτε ξέρω που είμαστε. Η αγωνία
με κατατρώει. Άραγε θα μας προλάβουν οι Τούρκοι, και θα μας σφάξουν? «Οδηγέ πιο
γρήγορα σε παρακαλώ. Μα, που είναι τέλος πάντων αυτές οι βάσεις»? Βλέπω στο δρόμο
ένα στρατιώτη που μας κάνει νεύμα να προχωρήσουμε.
Ήρθαμε στις βάσεις άραγε? «Μάμα, φτάσαμε?» «Ναι είμαστε στο Δασάκι της Άχνας» . Σε έδαφος των βάσεων. Ουφ!!! Τι ανακούφιση
και αυτή. Γλυτώσαμε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου