Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974

 

14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974

 


Καλημέρα σας.

Θα επιχειρήσω σημερα να περιγραψω τα γεγονοτα της 14ης Αυγουστου 1974 όπως τα εζησε η οικογενεια μας, με τα ματια τα δικα μου και συμφωνα με οσα θυμαμαι ακομα.

Σχεδον ολοι εισασταν αγεννητοι η πολύ μικροι για να θυμαστε.

Εκεινες τες μερες μαζευομαστε ολη η οικογενεια στο σπιτι του παππου και  της γιαγιας μας Βασιλη και Κάλλας. Ολοι οι ανδρες της οικογενειας ηταν στον πολεμο και ο μαναδικος ανδρας που ειχαμε μαζι μας ηταν ο παππους.

Εγω μαζι με αλλους μικρους γυριζαμε την γειτονιά και ψαχναμε να βρουμε θραυσματα από στις βομβες και του πολυβολισμους από τον βομβαρδισμο που ειχαν κανει οι Τουρκοι στις 22 του Ιούλη.

Κατά τες 10 το πρωί αρχισαμε να ακουμε πυρα πυροβολικου. Πιθανον από τις μαχες που μαινονταν στη Μια Μηλια.
Ειμαστε μεσα στην τρελλη χαρα οι μικροι, διοτι θεωρουσαμε ότι ο στρατος μας πηρε φαλαγγι τους Τουρκους και οπου και να’σαι θα τους ξεπαστρεψει! Ακουα τα πολεμικα ανακοινωθεντα από το μικρο καφετι ραδιοφωνακι που μου ειχε δωσει ο Παμπης πριν να φυγει για τον πολεμο. Συμφωνα με αυτά «οι ημετεραι δυναμεις ειχαν καταρριψει ακομα καμια 10ρια εχθρικα αεροπλανα». Συν τα καμια 20ρια που «ειχαμε καταρριψει στον 1ο Γυρο»!

Περιπου  εκεινη την ωρα δηλαδη κατά τις 10-11, ειδαμε δυο στρατιωτες , εφεδρους, φοβισμενους αφανταστα που προσπαθουσαν να κρυφτουν. Ο ενας κρατουσε Μαρτινι ο άλλος νομιζω Στεν. Παρακαλουσαν τις γυναικες με δακρυα στα ματια να τους κρυψουν καπου διοτι θα ερχοταν η ΕΣΑ και αν τους επιαναν θα τους σκοτωναν! Δεν θυμαμαι ακριβως αλλα μετα που εφυγαν από εκει οι στρατιωτες ηρθε ένα Λαντροβερ της ΕΣΑ και εψαχνε για λιποτακτες.

Από το ραδιοφωνακι ακουα τα πολεμικα ανακοινωθεντα: «Οι ημετεραι δυναμεις αναδιπλωνωνται ομαλως» . Δεν καταλαμβαινα τι εννοουσαν ακριβως. Αλλα συντομα το χωριο μας αρχισε να γεμιζει προσφυγες . Εξω από το σπιτι της γιαγιας παρκαρε ένα Bedford φορτηγο γεματο γυναικοπαιδα . «Ειμαστε από την Κυθρεα» Μας ειπαν . «Ηρθαν οι Τουρκοι και φυγαμε».

Αμεσως οι μανα μου και οι θειες μου τους μαζεψαν και τους εφεραν στο σπιτι της γιαγιας. Ειχε περασει ηδη το μεσημερι. Τους εβαλαν κουβερτες και στρωματα χαμαι για να βολευτούν καθως ειχαν μαζι τους και μικρα παιδια.

Ταυτοχρονα εστρωσαν  ένα τραπεζι μεγαλο από αυτά του γαμου. Ειχαν βαλει πανω ότι φαγωσιμα ειχαμε σπιτι. Πολιπιφ, χαλλουμια, ψωμια, ντοματες, καρπουζια.

Η ωρα ηταν 4. Ημουν στην «ηλιακο» του σπιτιου και ακουσα μια βουή. Ανοιγω την πορτα και κοιταζω δεξια. Βλεπω μια ανθρωποθαλασσα να ερχεται τρεχοντας προς το μερος μου φωναζωντας με αλαλαγμους «Ερχονται οι Τουρκοι». Αμεσως εκλεισα τον γενικο διακοπτη του ηλεκτρικου ( όπως ειχα ακουσει στο ραδιο ότι επρεπε να κανουμε αν φευγαμε ) και πηγα ολοισια στη μανα μου οπου της ειπα το κακο. Αμεσως ολοι μαζί, εμεις και οι προσφυγες από την Κυθρεα – πριν καν να βαλουν μια μπουκια στο στομα τους οι ανθρωποι- πεταχτηκαμε πανω και βγηκαμε εξω οπου και ανακατευτηκαμε με την υπολοιπη ανθρωποθαλασσα. Κρατουσα την Γιολα από το χερι και διπλα ειχα τη μανα μου. Τους αλλους δεν τους εβλεπα . Ουτε το Σαββα ουτε τη Λουλλα ουτε τες θειες μου.
Ενας χωριανος που ειχε λεωφωριο το ξεκινησε. Μπηκαμε μεσα ισως 200 ατομα όπως τες σαρδελλες. Διπλα μου η μανα μου και στα γονατα μου η Γιολα.
Το λεωφωριο ξεκινησε αγκωμαχωντας και σιγα σιγα βγηκαμε από το χωριο.
Καθως βγαιναμε η μανα μου γυρισε το κεφαλι της πισω και ειπε προφητικα:
« «Αντιο Λύση, ομορφο μου χωριό. Δεν θα σε ξαναδω».

Πηραμε το δρομο για τις Βασεις των Εγγλεζων. Φθασαμε στο Δασακι της Αχνας οπου και αισθανθηκαμε ασφαλεια μετα από καμποση ωρα που δεν θυμαμαι ποση ηταν . Ειχε αρχισει να χανεται ο ηλιος οποτε υπολογιζω να ηταν κατά τις 7.

Για 2-3 μερες κοιμομαστε χαμαι ή στες καρεκλες του λεωφοριου. Μεχρι που τελιωσε ο πολεμος , ηρθαν οι ανδρες και ο παπας μου και βολευτηκαμε ολοι μεσα στην κασια του φορτηγου του.

Μετα από 2 μηνες πηγαμε στη Λεμεσο.